- δοξομανής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, υπερβολικά φιλόδοξος, μεγαλομανής: Ορισμένοι ηθοποιοί είναι δοξομανείς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δοξομανής — mad after fame masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξομανής — ές (AM δοξομανής, ές) αυτός που προσπαθεί μετά μανίας να δοξαστεί … Dictionary of Greek
δοξομανῆ — δοξομανής mad after fame neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δοξομανής mad after fame masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δοξομανής mad after fame masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξομανέστατον — δοξομανής mad after fame masc acc superl sg δοξομανής mad after fame neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξομανεῖς — δοξομανέω to be mad after fame pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) δοξομανής mad after fame masc/fem acc pl δοξομανής mad after fame masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
κενόδοξος — η, ο (ΑΜ κενόδοξος, ον) αυτός που επιζητεί κενή, μάταιη δόξα, δοξομανής, ματαιόδοξος μσν. 1. αλαζόνας, φαντασμένος, περήφανος 2. το ουδ. ως ουσ. το κενόδοξον α) ματαιοδοξία β) αλαζονεία γ) τα μεγαλεία («ἠρνήθην... καὶ τὰ λαμπρὰ και τὸ κενόδοξόν… … Dictionary of Greek
ՓԱՌԱՄՈԼ — (ի, ից կամ աց.) NBH 2 0933 Chronological Sequence: 8c, 10c, 11c, 12c ա. δοξομανής qui insano gloriae amore tenetur. Մոլեալն եւ զակատեալ զհետ փառաց. փառախնդիր. փառասէր. զրափառ եւ սնափառական. *Հանդերձ սուրմակաւ ոմամբ արծկէացի փառամոլ երիցաւ: Այլ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
κενόδοξος — η, ο επίρρ. α ματαιόδοξος, δοξομανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοξομανῶν — δοξομανέω to be mad after fame pres part act masc nom sg (attic epic doric) δοξομανής mad after fame masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)